You are currently viewing Ζωή Κατσιαμπούρα: Μετά τη βροχή

Ζωή Κατσιαμπούρα: Μετά τη βροχή

Ε, τώρα που πέρασαν οι μέρες, εννιά μέρες πια δουλεύω εδώ, χαλαρώνω κιόλας, δικαιούμαι και εγώ έναν καφέ, κάτσε να τον πιούμε. Α, έφερες και λάττε; Πολύ ωραία! Είδες, τα ντελίβερι με τον καφέ άνοιξαν πρώτα…

Τι να σου πω; Δεν τα βλέπεις; Ό,τι από έπιπλα έμειναν μέσα είναι γιατί δεν χωρούν να βγουν, αυτά που είχαν συναρμολογηθεί επί τόπου δηλαδή, και τα ξύλινα τραπέζια, τα παλιά, που σκέβρωσαν αλλά δεν χάλασαν με το νερό. Τα καινουργιότερα, κοίτα τα, τα έβγαλα για μπάζα, θα περάσουν να τα πάρουν είπαν από τον Δήμο, σήμερα αύριο. Να τα πάρουν, να μην τα βλέπω. Έχω πλύνει, ευτυχώς ήρθε το νερό (την πρώτη μέρα, που δεν το είχαμε κι αυτό πήγα κι έπλυνα στην τουλούμπα της γειτόνισσας δυο βρακιά και δυο βερμούδες  από τα μουσκεμένα…), αλλά δεν πίνεται. Έχω πλύνει, δεν χάλασε το πλυντήριο, έπλυνα και στο χέρι, όσες κουβέρτες και κεντίδια δεν είχαν πάρει πολύ νερό, κυρίως όσα δεν τα μούσκεψε το πετρέλαιο από τον καυστήρα, όσα ήταν ψηλότερα στις ντουλάπες. Όλα τα στρωμένα τα πέταξα, τι να τα κάνω βρώμικα και ξεβαμμένα; Τι σώζεται; Τίποτα δεν σώζεται, όλα για πέταμα είναι…

Τέλος πάντων, θα δω. Δεν ξέρω ακόμα. Δεν ξέρω πόσα από τα σεντόνια και τις πετσέτες και τα ρούχα μου θα καθαρίσουν με το πλύσιμο, θα ξεμυρίσουν από το πετρέλαιο και τη μούχλα. Φέρνουν ρούχα, και σεντόνια και πετσέτες, τα μοιράζουν στην πλατεία, αλλά ντρέπομαι να πάω να στήνομαι να ξεδιαλέγω από τις προσφορές των ανθρώπων, άσε που τα πολλά είναι αποφόρια… Και τα πιάτα και τα κουζινικά γενικά, είναι μια σιχασιά, αλλά θα δούμε, μπορεί να καθαρίσουν…

Θα τα ξαναφτιάξεις, μου λένε. Δεν θα τα ξαναφτιάξω, δεν με παίρνει ο καιρός, δεν είμαι 30 και 40. Θα φτιάξω άλλα, κάπως θα γίνει, αλλά αυτά που είχα τα έχασα, πάνε!

Αυτά μοναχά; Βρήκα το λάπτοπ μου να επιπλέει, βρήκα όλα τα χαρτιά μου διαλυμένα, έναν πολτό. Ναι, καλά, τα συμβόλαια και τα κληρονομικά θα τα έχουν στο υποθηκοφυλάκειο, αν δεν έμπασε νερό κι αυτό, ελπίζω γιατί αυτή τη γειτονιά δεν την πήρε τόσο το ποτάμι, αλλά τα γράμματα; Οι φωτογραφίες; Οι φωτογραφίες; Οι παλιές φωτογραφίες, θυμάσαι, που τις κοιτούσαμε και γκρινιάζαμε, βγήκαμε χοντρές, βγήκαμε με γκριμάτσες, πάνε όλες, διαλύθηκαν, Πέμπτη, Παρασκευή, Σαββάτο στο μούσκιο. Να τις είχα, λέω, κι ας μη με κολάκευαν. Κολάκευαν τον πατέρα μου, τους θείους, τους παππούδες…Τώρα θα έχω την εικόνα τους μόνο στο μυαλό μου. Άστα, άστα…

Μπήκα, που λες, μετά την πλημμύρα, μέσα στη βρώμα, τη λάσπη και το πετρέλαιο, μπας και σώσω τίποτα. Ο καναπές στο καθημερινό, που γέλασα όταν τον είδα (γέλασα μέσα στον χαμό, γιατί όπως τα ανέβασε όλα το νερό και τα κατέβασε μετά, μια κατσαρόλα από τον μπάγκο της κουζίνας βάρυνε πρώτη στο πάτωμα και υποδέχτηκε το ποδάρι του καναπέ!), δεν σώθηκε. Τον έβγαλαν έξω οι Πακιστανοί που φώναξα να με βοηθήσουν και ξεκόλλησε τελείως, κομματιάστηκε, διαλύθηκε σε φουσκωμένα κόντρα πλακέ και νοβοπάν… Εκεί είναι τος, κάτω κάτω στον σωρό. Αμ τα κεντήματά μου που ξέβαψαν; Τα βιβλία μου;

Τα βιβλία, που όλο σκεφτόμουν και να δώσω κάπου μερικά, δεν είχα χώρο πια,  πήραν νερό, μούλιασαν, χόντρυναν, τίναξαν το πλαϊνό της βιβλιοθήκης, αλλά, καθώς ήταν στριμωγμένη δίπλα στον καναπέ-κρεβάτι, τώρα σφήνωσαν κι ούτε το κρεβάτι μπορώ να βγάλω, ούτε τη βιβλιοθήκη. Θέλουν διάλυση και τα δυο. Ε, ως τα Χριστούγεννα κάτι θα έχω κάνει. Ευτυχώς πήρε η Μαρία τη μάνα μας, να μην τα βλέπει αυτή τουλάχιστον και φαρμακώνεται.

Τι άλλο; Σού είπα για τα ποτήρια; Εκείνα τα πολύ ψηλοτάκουνα που δεν χωρούσαν στο ντουλάπι και τα είχα στο πάσο της κουζίνας; Ε, τα βρήκα τα τρία στη θέση τους και τα άλλα τρία στην άλλη άκρη, στο πάτωμα, μαζί στοιχημένα ζυγισμένα! Εκεί κατάκατσαν όταν χαμήλωσε το νερό. Θαύμα; Ναι, καλά, θαύμα…

Και πού να σου πω και το άλλο, μη γελάσεις όμως…. Στην αποθηκούλα δίπλα στην κουζίνα, πάνω στο παλιό ψυγείο, είχα δυο καντήλια, αυτά με το παραφινόλαδο, ένα για τον μπαμπά κι ένα για το καλό του σπιτιού, τα ανάβω κάθε ανάσταση και τα συντηρώ ολοχρονίς. Όταν έφυγα αλαφιασμένη αχάραγα την Πέμπτη, έσβησα τα ρεσώ που είχαμε για να δούμε να αλλάξουμε και αυτά τα ξέχασα. Κι όταν τα θυμήθηκα γελούσα μόνη μου στη σκέψη να πιάσει πυρκαγιά το πλημμυρισμένο! Την Κυριακή που μπήκαμε, την πόρτα της κουζίνας προς την αποθήκη, που είχε ανοίξει μόνη της από την πίεση του νερού, την είχε φράξει η μεγάλη παπουτσοθήκη, κωλοτουμπαρισμένη. Δεν μπορούσα να περάσω να δω, μπήκε η Λενίτσα που έχει μπόι και πήδηξε από πάνω. «Πώπω»! Θαύμασε… Το παλιό ψυγείο όρθιο στη θέση του! Το μόνο δηλαδή, τα άλλα όλα στο σπίτι, άλλο ξεμεσκλισμένο και άλλα σε σπαγγάτο, που έλεγαν οι γυμνάστριες, καρέκλες διαλυμένες, το τραπέζι κουτσό, το καλό ψυγείο ανάσκελο, η σερβάντα στο χωλ μπρούμυτη  και διαλυμένη, αυτό όρθιο και με τα καντήλια αναμμένα. Ανατρίχιασα. Δεν ξέρω τι λες, εγώ ανατρίχιασα…

Αλλά, θαύμα και ξεθαύμα, μόνο τα καντήλια και το παλιό ψυγείο έχω απείραχτα…

 

Μη χαίρεσαι που γελάω. Έκλαψα αρκετά, τι να κάνω, πια;

 

Ναι, να με αφήσεις, να συνεχίσω να τρίβω τα μωσαϊκά, μπας και βγάλω λίγο την πετρελαιίλα. Μιλάμε πάλι, έλα κι  αύριο, αν μπορείς, να σου πω πάλι τα ίδια, αλλά και τι άλλο να πούμε; Τι άλλο να μας κάνει καρδιά; Πάω το βράδυ να κοιμηθώ στης θείας το διώροφο και ούτε τηλεόραση δεν βλέπω, ούτε να σκέφτομαι δεν θέλω, ούτε να αισθάνομαι…

Πένθος, ναι, πένθος.

Θα περάσει, όλα περνούν, αλλά περνάμε κι εμείς…

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.