Το δέκατο ποιητικό βιβλίο της Τασούλας Καραγεωργίου παρουσιάζει στο εξώφυλλό του ένα περίεργο τοπίο, όπου ανάμεσα σε γυμνούς αμμολόφους, πάνω σε έναν φάρο, μάλλον, μια κολοσσιαία γυναικεία μορφή ατενίζει τον ανταριασμένο ορίζοντα, προς το σημείο όπου κατευθύνονται κι ένα σμήνος πουλιά. Εντυπωσιακή κι αγριευτική εικόνα, όπως ακριβώς κι ο τίτλος του βιβλίου: Η Ανδρομάχη όταν λιώσουν οι πάγοι!
Τι θα γίνει, λοιπόν, με την Ανδρομάχη όταν[1] λιώσουν οι πάγοι; Τι θα συμβεί στη μυθική ηρωίδα;
Στη σελίδα 25 του βιβλίου το μαθαίνουμε, αν και εδώ η τιτλική βεβαιότητα υποκαθίσταται από την υπόθεση
Αν θα λιώσουν οι πάγοι,
αν χαθούν τα πουλιά και τα δάση,
αν το χώμα αλλού ξεραθεί κι αλλού πλημμυρίσει,
τι θα γίνει, αλήθεια,
ό,τι έχουμε τόσο πολύ αγαπήσει;
Τι θα γίνουν οι μύθοι;
Ίσως μείνουν, προτείνω, μορφές μυθικές ̶ ολογράμματα ̶
οπτασίες αιθέριες και φάσματα
να αιωρούνται στα ερείπια της έρημης γης.
Η Ανδρομάχη, ας πούμε, όρθια στα τείχη
λίγο πριν να δεχθεί το παιδί δακρυόεν γελάσασα.
Η Ανδρομάχη στ’ ανάκτορο δακρυρροούσα.
Η Ανδρομάχη κρατώντας τον νεκρό Αστυάνακτα.
Η Ανδρομάχη δορύκτητο λάφυρο ύστερα.
Μικρασιάτισσα δέσποινα, δούλη κι αρχόντισσα
στο παλάτι της Φθίας.
Η Ανδρομάχη αγέρωχη πάντα, τρισδιάστατη εικόνα
που πλανάται στο σύμπαν, καλώντας τον Έκτορα:
«Ω φίλτατε Έκτωρ, ω μεγάλη μου αγάπη».
Η Τ.Κ. «προτείνει», αν λιώσουν οι πάγοι, αν αλλάξει ο κόσμος εντελώς, να μη χάσουμε τους μύθους, τα αρχέτυπα, έστω κι αν αλλάξουν μορφή, αν γίνουν ολογράμματα, σύγχρονη εφεύρεση που αντικαθιστά την οπτασία. Η Ανδρομάχη, η μυθική Ανδρομάχη, η πρόσφυγας Ανδρομάχη, μέσα στη δυστυχία της, στις απώλειές της, στον εξευτελισμό της, θα καλεί «αγέρωχη» τον μεγάλο της έρωτα. Η αγάπη δεν μπορεί, ελπίζει η ποιήτρια, δεν πρέπει, προτείνει η ποιήτρια, να εξαφανιστεί, θα μένει ως σταθερά κι ας αλλάζουν όλα προς το χειρότερο.
Αλλά προχωρεί και παραπέρα: δεν αρκεί να μη χαθούν οι μύθοι. Δεν αρκεί να μην ξεχνά η δορύκτητη Ανδρομάχη τον Έκτορα, τη μεγάλη της αγάπη. Στο επόμενο ποίημα, στη σελίδα 26, «Ο μικρός Αστυάνακτας» είναι κι αυτός, ποιητική αδεία, ένας πρόσφυγας.
Εξελίσσεται, ως φαίνεται, ο πόλεμος.
Με βαλίτσες τροχήλατες
φεύγουν τώρα διωγμένοι απ’ τη γη τους οι πρόσφυγες‧
Είναι κι άλλες μικρές, με χαρούμενα χρώματα,
που τις σέρνουν παιδάκια,
στις λαβές τους δεμένα διακρίνεις -ενίοτε- μικρά αρκουδάκια.
Πίσω αφήνουν τα σπίτια που δείχνουν τα σπλάχνα τους:
πολυθρόνες, κρεβάτια
και καθρέφτες κομμάτια στο πάτωμα.
Υποθέτω πως είναι -στην οθόνη αυτό που κοιτώ- τραγωδία.
Όλ’ αλλάζουν, μονάχα η ύβρις απέμεινε
μα κι η τίσις -που λέγαμε- πάντα έρχεται αργά,
τα κουρέλια ντυμένη των ερειπίων.
Η φωτιά κάνει στάχτη του χρόνου τα ίχνη,
Ιώ τάλαινα πόλις θρηνεί πάλι η Εκάβη.
Κάπου ανάμεσα βλέπω τον μικρό Αστυάνακτα‧
νεοσσός που κουρνιάζει στον κόρφο της μάνας του.
-Να τον σώσουμε πρέπει‧
Απ’ τα τείχη να μην τον γκρεμίσουν.
Η Τ.Κ. προτείνει, διδάσκει, φωνάζει, απαιτεί: Να τον σώσουμε πρέπει. Να αλλάξει, λέει, αυτό το μοντέλο, το αρχέτυπο, του αθώου Αστυάνακτα που γκρεμίζεται από τα τείχη, που χάνει την πόλη του, αλλά που η πόλη του στην ουσία τον χάνει μένοντας η ίδια δίχως μέλλον. Είναι ουσιαστικά το σύμβολο της γενοκτονίας, εικόνα ήδη από την Ιλίου Πέρσιν, [2] σκοτώνεται για να μη μείνει τρωαδίτικη γενιά, να χαθεί ο εχθρός απολύτως, να σβήσει το γένος.
Τι έχει περάσει κι η δόλια η ανθρωπότητα. …
Και ναι μεν η Ανδρομάχη, κατά την Τ.Κ., δεν θα πάψει να ισχύει ως αρχέτυπο:
- Της μάνας που εκλιπαρεί τον πολεμιστή άντρα της να μη διαλέξει τον χαμό (Ἕκτορ ἀτὰρ σύ μοί ἐσσι πατὴρ καὶ πότνια μήτηρ. Τι θα γίνει η ίδια αν αυτός χαθεί;)
- Της τρομαγμένης γυναίκας του σκοτωμένου
- της μάνας που της σκότωσαν τον γιο
- της αιχμάλωτης, της πρόσφυγα που θα θυμάται, θα φωνάζει στον αιώνα τον άπαντα τη μεγάλη της αγάπη, τη χαμένη της πρότερη ζωή,
αλλά ο Αστυάνακτας, το παιδάκι, το μέλλον, πρέπει να σωθεί!
Ζει το μεγάλο δράμα του καιρού μας, όπως όλοι μας, η Τ.Κ., την τραγωδία της προσφυγιάς, και την επεξεργάζεται ποιητικά ανατρέχοντας σε αυτό που καλά γνωρίζει, σε αυτό που αποτελεί μόνιμη αναφορά της στο ποιητικό της έργο, από την πρώτη της κιόλας εμφάνιση, στην κλασική ποιητική κληρονομιά, στους μύθους (που κρύπτουσιν νουν αληθείας…, ως γνωστό τοις πάσιν).
Και αν την Ανδρομάχη τη βλέπουμε στις παραστάσεις και μας συγκινεί με την αισθητική, μέσω της τέχνης, συγκίνηση, και αν τον Αστυάνακτα μάθαμε από τα σχολικά μας χρόνια ή από τη θεατρική μας εμπειρία να τον συνδυάζουμε με το παιδί το πεταμένο από τα τείχη, μια εικόνα μακρινή, του μύθου, είπαμε, η Τ.Κ. τους φέρνει κοντά, δίνει ζωή και πρόσωπο στους πρόσφυγες: τους πρόσφυγες που όλοι τους βλέπουμε στην τηλεόραση, ως θέαμα που μας λυπεί και μας ταράζει, αλλά δεν μας αφορά άμεσα (αν δεν μας ενοχλεί κιόλας κάποιες φορές η επιμονή του φακού στην εικόνα της αθλιότητας). Όταν η πρόσφυγας Ανδρομάχη φωνάζει (αγέρωχη μεν, αλλά φωνάζει) τη μεγάλη της αγάπη, τη χαμένη της αγάπη, τότε ο νους μας βλέπει όλη τη μιζέρια, όλη τη δυστυχία, όλη την απώλεια που μπορεί να βιώνουν οι εξαναγκασμένοι να αφήσουν την πατρίδα τους, δορύκτητοι ή μη.
Κι όταν ο Αστυάναξ αναπαράγεται, αντιγράφεται στα παιδάκια με τις συρόμενες βαλιτσούλες (που δεν αλλάζουν ρόλο, είναι ο μπόγος των παλιότερων προσφύγων…), όταν απεικονίζεται ως παιδάκι με το αρκουδάκι (που του χρειάζεται μέσα στην καταστροφή για να μπορεί να κοιμηθεί), μέσα στον χαμό και την οδύνη που βιώνει, τότε η ποιήτρια προχωρεί. Δεν τον θέλει πια τον μύθο, θυμώνει με το αρχέτυπο! Η γυναίκα αφήνεται να βιώνει τις απώλειές της διαχρονικά, αλλά τα παιδιά; Ας αλλάξει το αρχέτυπο: Τα παιδιά, να τα σώσουμε πρέπει!
Στην Ανδρομάχη όμως υπάρχουν και νεότερες προσφυγιές. Στο ποίημα «Προσφυγούλα», σελ. 34, ομότιτλο με το δημοτικό τραγούδι, όπου η ηρωίδα δηλητηριάζεται από την πεθερά που δεν θέλει να την αποδεχτεί, η ποιήτρια αναρωτιέται:
Ποιος να ’ταν ο τόπος της;
Ποια ακρογιάλια θυμόταν καθώς
-ενώ γύρευε λίγο νερό-
το φαρμάκι κυλούσε στα σπλάχνα της;
Να ευχότανε άραγε
σαν τις σκλάβες, στη χώρα των Ταύρων εξόριστες,
με φτερά αλκυόνης ξανά να βρεθεί
στου σπιτιού τους θαλάμους,
στο μεγάλο τ’ αλώνι εκεί
που ηχούσαν του γάμου τραγούδια;
Η συκοφαντημένη Ανδρομάχη στη Φθία, η φαρμακωμένη προσφυγούλα… Το απορριπτικό, εχθρικό καινούργιο περιβάλλον και μαζί, σύστοιχη, η μνήμη του παλιού καλού καιρού. Αυτή είναι η προσφυγιά… «Άπολις και έρημος» κατά τον θρήνο της Εκάβης, πάντα παιδί ξεριζωμένο η «Μικρασία δώδεκα χρονώ»( Από ξένο τόπο, σελ. 49) στη μνήμη.
Αναρωτιέται η ποιήτρια
Ποια μνήμη βαθιά το τραγούδι αναδεύει
και κινεί τις δικές μας ψυχές,
που πλανιούνται σαν πρόσφυγες μέσα στις πόλεις
-νυχτερίδες που πέφτουν στους κίτρινους τοίχους-
και τις φέρνει ξανά στις πηγές των δακρύων;[3]
Σε ποιους άραγε δρόμους οδεύει το ποίημα;[4]
και απαντά μόνη της
Κάπως έτσι -σαν δώρο ασέληνης νύχτας-
Απ’ τα βάθη αναδύεται το πρωτόπλαστο ποίημα.
Κάπως έτσι. Από τα βάθη του μύθου, από τα βάθη της μελέτης και της επαφής με την ποίηση, από τα τραγούδια. Όμως σε μεγάλο μέρος και από τις προσωπικές εμπειρίες. Η Τ.Κ. γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια κι έφυγε μικρό παιδάκι, με την ξενηλασία της δεκαετίας του 1950, από την Αίγυπτο. Αλλαγή τόπου, συνθηκών, ανθρώπινου περιβάλλοντος, με μεγάλη συναισθηματική δαπάνη, εκτός των άλλων. Κι όσα από τις παλιές δόξες δεν θυμόταν η ίδια, θα τα διηγιόντουσαν οι γονείς της, οι μεγάλες της αδελφές. Άπολις στην αρχή, βρήκε τον τόπο της ποίησης για να αναπληρώσει την έλλειψη, να μιλήσει για αυτήν, να βρει και να τραγουδήσει το «ραγισμένο Βυζάντιο» του τελευταίου στίχου της Ανδρομάχης.
Πολύ συχνά οι ποιητές διασκευάζουν παλιότερα έργα, πολύ συχνά εμπνέονται από άλλους ποιητές και τους σχολιάζουν με τη δική τους δημιουργία. Η Καραγεωργίου δεν περιορίζεται στον σχολιασμό της μοίρας του Αστυάνακτα του έπους και της τραγωδίας, της μοίρας των γενοκτονούμενων και των προσφύγων, του αρχέτυπου θύματος πολέμου, τελικά και της δικής της μοίρας. Όχι, μας λέει, σταματήστε το. Ας το σταματήσουμε, όλοι μαζί, συνυπεύθυνοι!
Σε έναν καιρό όπου πολύ συχνά η ποίηση προσπαθεί να βρει και να φανερώσει και το ελάχιστο της ψυχής, της αίσθησης, των συναισθημάτων, της ενδοσκόπησης του γράφοντα και της γράφουσας (πολύ σημαντικό, βεβαίως!), στην Ανδρομάχη της Κ. αντιμετωπίζουμε, χωρίς ταρατατζούμ και «πολιτική» στράτευση, μια πολιτική ματιά, μια έκκληση κοινωνικής ευθύνης. Να σώσουμε! Τον Αστυάνακτα, αλλά και τον Καισαρίωνα, που:[5]
[…]με το τρέμουλο της ήβης του στα χείλη,
ικέτης τρομαγμένος που άσυλο μέσα στο ποίημα ζητά.
Μονάχη όμως η σοφία δεν αρκεί‧
είναι κι ο έρωτας του ποιητή,
το πάθος για την ομορφιά,
η πάλη για την ήττα του θανάτου
κι ακόμα εκείνο το κρυφό μυστήριο
εν φαντασία και λόγῳ‧
όλα μαζί για να σωθεί το ωραίο παιδί‧
όλα μαζί για να χτισθεί η αιώνια Αλεξάνδρεια
από της Ιστορίας πέρα και μακριά τα σωριασμένα τείχη.
Όλοι μαζί! Οι ποιητές από το πόστο τους. Οι άλλοι από όπου μπορούμε, ίσως πάνω από τα σωριασμένα τείχη της Ιστορίας… Πάντως ακούμε την κραυγή, την έκκληση. Και συγκινούμαστε, δεχόμαστε και αναπαράγουμε το συναίσθημα…
Από μόνο του το στοιχείο αυτό δεν είναι λίγο!
Μαζί δε με την έμμετρη έκφραση, με τον προσεγμένο σεμνό, αλλά πλούσιο και βαθύ, χαρακτηριστικό και αναγνωρίσιμο πλέον λόγο, καθώς και με τα άλλα θέματα, στα ποιήματα της συλλογής που δεν έχουν γεύση προσφυγιάς, είναι πάρα πολύ!
Πλούσιο έργο η Ανδρομάχη… Κρατάει πολύ δροσερό, ξεδιψαστικό, το νεράκι της ποίησης…