Στο νησί, την Κυριακή των Μυροφόρων, μετά από εκείνη του Θωμά, γιορτάζει το μεγάλο μοναστήρι. Δεν μου είναι φανερό γιατί, ούτε στις γειτόνισσες που ρώτησα, αφού σε άλλον άγιο είναι αφιερωμένο, αλλά, «αυτό έτσι είναι» που έλεγε και η Λωξάντρα των νιάτων μας…
Στην αποβάθρα, όταν φτάσαμε για να πάρουμε το πλοίο το απόγευμα της Κυριακής, καίτοι ήταν ακόμα νωρίς, ο κόσμος έκανε ουρές. Παραξενεύτηκα. Πρόσεξα όμως ότι πολλοί ήταν Ρομά και συνέδεσα την πολυκοσμία με το πανηγύρι στον Άγιο. Είχα ακούσει, από Ρομά κιόλας, ότι έρχονται για το πανηγύρι αυτό και κάποιοι μένουν να ξεκαλοκαιριάσουν. Ε, εντάξει…
Εντάξει;
Στη σκάλα της ανόδου οι χυμένες (μα σε όλα τα σκαλοπάτια, είναι δυνατόν;) κοκακόλες και τα πατημένα πατατάκια με ξίνισαν για το προσωπικό του πλοίου που δεν καθαρίζει όσο πρέπει, ντροπή τους. Φτάνοντας όμως στο σαλόνι εντόπισα την αιτία: κουβέρτες και παπλώματα στρωμένα παντού (και δίπλα ατσαλάκωτες, προσεκτικά αραδιασμένες οι συσκευασίες τους! ). Ηλικιωμένες γύφτισσες και παιδάκια έπαιρναν κιόλας έναν υπνάκο στα πόδια κάποιων επιβατών του σαλονιού και των καθισμάτων αεροπορικού τύπου, οι οποίοι έκαναν πως κοιτούν το κινητό τους. Φωνές και καυγάδες, εντόπισα δυο Ρομά νεαρούς διαμαρτυρόμενους και απειλητικούς προς το πλήρωμα το οποίο καλούνταν να βάλει τάξη.
Τέλος πάντων, πήγαμε μέσα στη στριμούρα και στο κακό στην καμπίνα μας.
Αλλά ήταν απόγευμα ακόμα, ο ήλιος μέρα, και το πλοίο ήθελε μια ώρα για τον απόπλου του. Πώς να κλειστείς στην εσωτερική καμπίνα; Βγήκαμε για βόλτα, γύρω γύρω στο καράβι. Όλες οι καρέκλες πιασμένες, κανένας «μπαλαμός». Μα τι στο καλό γίνεται;
Στο σκεπαστό υπαίθριο σαλόνι της πρύμνης βρήκαμε ένα τραπέζι άδειο, πήραμε και δυο αδέσποτες καρέκλες και καθίσαμε, ε, να πιούμε έναν καφέ και να δούμε το λιμάνι να μένει πίσω, που είναι ωραία η ώρα.
Δίπλα Ρομά νεαρές, με δέρματα άσπρα και δροσερά σαν το λουλούδι της μανόλιας, που λέει και το τραγούδι, κάπνιζαν αρειμανέστατα και φόρτιζαν τα κινητά τους στις πρίζες του τοίχου. Έρχονταν και νεαροί και πιάναν κουβέντα. «Α, από την Άρτα! Απ’ την Άρτα πήρα και γω γυναίκα. Γιατί στην Αθήνα, πού να βρεις καλή γυναίκα!», κατέθεσε ένας από αυτούς την αλήθεια του. Καλά ντυμένοι, γυναίκες και άντρες με μενταγιόν, τεράστιες (για μενταγιόν!) αναπαραστάσεις του αγίου, φυλαχτά και αποδείξεις της προσκυνητήριας βόλτας. Καλά ντυμένοι, αλλά όχι πια οι λυγεροί γύφτοι που βλέπαμε στα νιάτα μου στο χωριό μου. Πάχυναν, ψήλωσαν, σωμάτεψαν, όπως και όλοι οι μη Ρομά δηλαδή. Αλλά οι γυναίκες άλλαξαν εκείνες τις φαρδιές κλαρωτές φούστες τους με μαύρα κολλητά μακριά φουστάνια ή κολάν κι έτσι σαν να χάθηκε και το λυγερό περπάτημα. Μπορεί και όχι, μπορεί να μη θυμάμαι καλά και να εξωραΐζω τα παλιά…
Φωνή και φασαρία και τσουρομαδητό, παιδάκια να κλαίνε, άντρες να ετοιμάζουν ναργιλέ φορτίζοντας στην πρίζα (η μικρή που φόρτιζε το κινητό της το έβγαλε πειθήνια) μια συσκευή που ζέσταινε κάρβουνα! Μουσική στη διαπασών με spotify! Δεν τα μπορώ τα ραπ και τα ποπάκια, αλλά και τα τουρκογύφτικα είναι αφόρητα. Για μας, γιατί εκείνοι το ’ριξαν στον χορό. Εν τω μεταξύ οι καθαριστές του πλοίου έρχονταν κάθε δέκα λεπτά να μαζεύουν ποτήρια και χαρτιά και γόπες από το κατάστρωμα, αλλά τα χυμένα υγρά δεν μαζεύονται, οπότε η βρωμιά αυξανόταν.
Ξαφνικά, κάποιος φώναξε «έπεσε στη θάλασσα, τρέξτε», έγινε μια ταραχή κι ένα κομφούζιο, άλλος να τρέχει από δω κι άλλος από κει, αλλά κάποιοι άλλοι άρχισαν να καρπαζώνουν τον εκφωνητή του S.O.S και ηρεμήσαμε. Μια φάρσα έκανε το παιδί, σαν αυτές της πενταήμερης! Δεν ήταν όμως οι μόνες καρπαζιές αυτές που εισέπραξε ο φαρσέρ, ξεσπούσαν συνεχώς καυγαδάκια με κυνηγητά και φωνές. Είχαμε φύγει πια και από το λιμάνι και η ένταση ανέβαινε, ώσπου ακούστηκε από το μεγάφωνο μια φωνή που παρακαλούσε τους κυρίους κυρίους επιβάτες να συμπεριφέρονται κόσμια γιατί αλλιώς θα ειδοποιηθεί το λιμενικό και θα έρθουν με ελικόπτερο να συλλάβουν τους παραβάτες! Για φαντάσου, τους αντιμετωπίζουν όπως ακριβώς τους μαθητές στις «πενταήμερες». Αλλά τούτοι οι ταραξίες, οι άντρες, οι γυναίκες ήταν βροντόφωνες, αλλά δεν μετακινούνταν, είναι οικογενειάρχες και πολλοί εξ αυτών εύποροι επιχειρηματίες…
Θεωρήσαμε πως αρκετά είχαν βουίξει τα αυτιά μας και πήγαμε στην καμπίνα, δρασκελίζοντας κορμιά αραγμένα ήδη στον διάδρομο και προσπαθώντας να μην πατήσουμε τα δείπνα που μοιράζονταν μεγάλες παρέες. Ε, νύχτα είναι, θα περάσει, άντε και με λίγη μελατονίνη…
Δεν πέρασε εύκολα. Ντουνιάς στους διαδρόμους και το πλήρωμα εξαφανισμένο. Επιπλέον, απ’ ὀ,τι κατάλαβα, είχαν χωθεί 7-8 άτομα σε δίκλινες καμπίνες και το γλεντούσαν! Αλλά το γλέντι είναι ωραίο να συμμετέχεις, να το ακούς μόνο, ε, δεν πέρασε εύκολα η νύχτα…
Όταν φτάσαμε στον Πειραιά το πρωί, «εκνενευρισμένοι και περιηρημένοι» την ηρεμία μας, βιαστήκαμε, μέσα από τα σκουπίδια των διαδρόμων, να κατεβούμε στο γκαράζ να κλειστούμε στο αμάξι. Τζίφος! Τρεις κάτοχοι πειραγμένων εξατμίσεων συναγωνίζονταν σε θόρυβο, μαρσάροντας, υπό τον γέλωτα και τις επευφημίες πολλών.
Το υπομείναμε, τι ἀλλο;
Πιθανόν αυτός να ήταν ο τρόπος των ταξιδιών με βαπόρι πριν από 50 χρόνια. Μπορεί. Δεν τον ήξερα. Καλόμαθα όμως πια με την «πολιτισμένη», ας πούμε, την ήρεμη και αναμενόμενη συμπεριφορά προσωπικού και επιβατών, και οι παρεκκλίσεις δεν μου είναι ευχάριστες, όσο και αν θεωρητικά βεβαίως είμαι πεπεισμένη για το μέλλον της κοινωνίας ως πολιπολιτισμικής. Μάλλον, με όλη την ενοχή για το ενεργειακό αποτύπωμα, πρέπει να παίρνω για το ταξίδι στο νησί αεροπλάνο, βάζουν και ασυνόδευτα τα αυτοκίνητα στο βαπόρι. Ή να μην ταξιδεύω μέρες θρησκευτικών πανηγυριών, φαίνεται πως οι ένθεοι είναι και ενθουσιώδεις και τόσος ενθουσιασμός μου πέφτει πολύς…
Έζησα, ζήσαμε, την Κυριακή των Μυροφόρων σαν καρναβάλι, με ανατροπή της συνήθειας, αλλά δεν έχει γούστο να αλλάζεις για να πας σε χειρότερη θέση!