Οι τουλίπες είναι πολύ θερμόαιμες, εδώ έχουμε χειμώνα.
Κοίτα πόσο λευκά ειν’ όλα, πόσο αθόρυβα, πόσο αδιάβατα απ’ το χιόνι.
Μαθαίνω τη γαλήνη εδώ, ξαπλωμένη ήσυχα μόνη
Καθώς το φως πέφτει πάνω στους λευκούς τούτους τοίχους, σε τούτο το κρεβάτι, σε τούτα τα χέρια.
Είμαι ο κανένας˚ σχέση καμιά δεν έχω με εκρήξεις.
Παρέδωσα το όνομα και τα καθημερινά μου ρούχα στις νοσοκόμες
Tο ιστορικό μου στον αναισθησιολόγο, το σώμα μου στους χειρουργούς.
Εκείνοι στήριξαν το κεφάλι μου στο μαξιλάρι ανάμεσα και στο γύρισμα του σεντονιού
Μάτι μοιάζει ανάμεσα σε δύο λευκά βλέφαρα που δεν λένε να κλείσουν.
Ανόητη κόρη, τα πάντα θέλει να προσλαμβάνει.
Οι νοσοκόμες περνούν και ξαναπερνούν, πρόβλημα δεν αποτελούν,
Περνούν όπως οι γλάροι περνούν στην ενδοχώρα, με το λευκό τους το σκουφί,
κάνοντας διάφορα με τα χέρια τους, το ένα τόσο ίδιο με τ’ άλλο,
που είναι αδύνατο να καταλάβεις πόσα είναι.
Το σώμα μου ένα βότσαλο γι’ αυτές, το φροντίζουν όπως το νερό
φροντίζει τα βότσαλα, που πάνω τους πρέπει να κυλήσει, λειαίνοντας τα απαλά.
Μου φέρνουν μούδιασμα με τις αστραφτερές βελόνες τους, μου φέρνουν ύπνο.
Τώρα που έχασα τον εαυτό μου βαρέθηκα τα βάρη –
Το λουστρινένιο βαλιτσάκι μου μαύρο κουτί για χάπια μοιάζει
Ο σύζυγος και το παιδί μού χαμογελούν μέσα από την οικογενειακή φωτογραφία.
Τα χαμόγελά τους μπήγονται στο δέρμα μου, μικροί χαμογελαστοί γάντζοι.
Άφησα τα πράγματα να ξεφύγουν, τριάντα χρονών καράβι φορτηγό
πεισματικά κολλημένο στ’ όνομα και τη διεύθυνσή μου.
Εκείνοι σφούγγισαν ολότελα από πάνω μου τις αγαπητικές μου σχέσεις.
Τρομαγμένη και γυμνή στο φορείο με το πράσινο πλαστικό μαξιλάρι
Έμεινα να βλέπω το σερβίτσιο του τσαγιού, τις σιφονιέρες με τ’ ασπρόρουχα, τα βιβλία μου
Να βουλιάζουν και να χάνονται, ενώ το νερό ανέβαινε πάνω απ’ το κεφάλι μου.
Είμαι μια μοναχή τώρα, ποτέ δεν ήμουνα τόσο αγνή.
Λουλούδια δεν ήθελα, μόνο
να ξαπλώσω ήθελα με χέρια γυρισμένα προς τα πάνω, τελείως άδεια να ’μαι.
Τι ελευθερία, τι ελευθερία δεν φαντάζεσαι —
Γαλήνη τόσο απέραντη που άναυδη σ’ αφήνει,
Κι ούτε ζητάει τίποτα, μια ετικέτα με τ’ όνομα, κάτι μικροπράγματα.
Μ’ αυτά είναι που οριστικοποιούν τη συμφωνία οι νεκροί˚ τους βλέπω
να σφαλίζουν το στόμα τους με αυτό μέσα, σαν να ’ταν όστια.
Οι τουλίπες, πρώτα απ’ όλα, παραείναι κόκκινες, με πληγώνουν.
Ακόμα και μέσα απ’ το χαρτί περιτυλίγματος τις ακούω ν’ ανασαίνουν
Ανεπαίσθητα, μέσα απ’ τα λευκά τους σπάργανα, σαν αποτρόπαιο μωρό.
Οι ερυθρότητά τους συνομιλεί με την πληγή μου, αντιστοιχεί.
Ύπουλες είναι˚ επιπλέουν νομίζεις, εκείνες όμως με τραβάνε κάτω,
Μ’ αναστατώνουν με τις αιχμηρές γλώσσες, με το χρώμα τους.
Μια ντουζίνα κόκκινα μολυβένια βαρίδια γύρω από το λαιμό μου.
Κανείς δεν με παρακολουθούσε πριν, τώρα βρίσκομαι υπό παρακολούθηση.
Οι τουλίπες στρέφονται προς τα μένα, προς στο παράθυρο πίσω μου
Προς τα εκεί όπου μία φορά την ημέρα το φως αργά πλαταίνει και σβήνει αργά,
Και βλέπω τον εαυτό μου, επίπεδο, γελοίο, ίσκιο κομμένο σε χαρτί
ανάμεσα στο μάτι του ήλιου και στα μάτια της τουλίπας,
Και πρόσωπο δεν έχω, πάντα ήθελα να διαγράψω τον εαυτό μου.
Οι τουλίπες, θαλερές, καταβροχθίζουν τ’ οξυγόνο μου.
Πριν έρθουν ο αέρας ήταν μάλλον ήρεμος,
Πηγαινοερχόταν, ανάσα στην ανάσα, αβίαστα.
Έπειτα οι τουλίπες τον μπούκωσαν, σαν κρότος εκκωφαντικός.
Τώρα, ο αέρας σκαλώνει και σβουρίζει γύρω τους, όπως το ποτάμι
κυκλώνει και στροβιλίζεται γύρω από το μηχάνημα στον πάτο του,
κόκκινο, σκουριασμένο.
Τραβούν την προσοχή μου, που κάποτε ευτυχισμένη ήταν
τότε που έπαιζε κι αναπαυόταν χωρίς δεσμεύσεις.
Άσε που οι τοίχοι μοιάζουν να αυτοθερμαίνονται.
Οι τουλίπες είναι ζώα επικίνδυνα, πρέπει να μπούνε φυλακή ˚
Στόμα μεγάλου αφρικανικού αιλουροειδούς ανοίγουν ,
Και εγώ νιώθω την καρδιά μου ν’ ανοίγει και να κλείνει
τη γαβάθα των κόκκινων ανθών της από ατόφια αγάπη για μένα.
Το νερό που γεύομαι είναι ζεστό και αλμυρό, σαν τη θάλασσα,
Κι έρχεται από τόπο μακρινό σαν την υγεία.