18 Φεβρουαρίου 1948. Εμφύλιος εν πλήρει εξελίξει. Μια ταξιαρχία χιλίων τριακοσίων ανθρώπων βρίσκεται στα χιονισμένα βουνά. Ανεκπαίδευτοι και απειροπόλεμοι, άνδρες , γυναίκες, έφηβοι, σε μια ιλιγγιώδη πορεία που διασχίζει ‘Αγραφα, ‘Οθρυ, Κίσσαβο, παρυφές Ολύμπου για να φτάσουν στην Μακεδονία σε ενίσχυση του Δημοκρατικού Στρατού που μάχεται για την Ελεύθερη Ελλάδα. Χάνονται χίλιοι άνθρωποι κυνηγημένοι από τις δυνάμεις του Κυβερνητικού Στρατού, κατατρεγμένοι από την άγρια φύση, κατειλημμένοι από τη δίψα για ελευθερία, καταδικασμένοι από λάθος εκτιμήσεις.
Ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης δένει προσωπικό και συλλογικό σε μια αφήγηση που ξεκινά από πραγματικά συμβάντα όπως έχουν αποτυπωθεί στη συλλογική μνήμη, ξεδιπλώνει , μέσα από την έρευνά του, προσωπικές ιστορίες σε έξι κεφάλαια και συμπληρώνει τα κενά με την μυθοπλασία. ‘Όπως ο Φρόυντ περιγράφει το έργο της ψυχανάλυσης ως αρχαιολογική ανασκαφή που ξεκινά από ερείπια και θραύσματα για να αναστηλωθεί με ίχνη μνήμης απωθημένης , αποκλεισμένης, με όνειρα, αφηγήσεις, και να συμπληρωθεί με ερμηνείες που συγκροτούν μια κατασκευή έτσι και ο συγγραφέας ξεκινά από θραύσματα για να φτάσει σε μια σπειροειδή συγκρότηση ενός σώματος, αφηγηματικού, της ιστορίας. Δεν υπάρχει μία αντικειμενική αλήθεια ούτε η σχετική αλήθεια του καθενός. Η ιστορία κατασκευάζεται με κομμάτια μνήμης, βιώματα, με ασυνείδητες εγγραφές και συνειδητές αναμνήσεις , με την αλληλεπίδραση με τον ‘Άλλο. Δεν είναι συμβαντολογία και δη όπως παρουσιάζεται σε επίσημες σχολικές καταγραφές, μια καθολική αλήθεια που κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει. Φτιάχνεται από θραύσματα αργά και σταθερά, με διαρκή αναστοχασμό, με αναδιατυπώσεις, δημοσιοποιείται, προσεγγίζει ασυμπτωματικά την «αλήθεια» και εκπλήσσει.
Η αφήγηση ξεκινά στην ορεινή, τραχιά φύση, με γλώσσα ζωτική που σκάβει. Η γλώσσα των βουνών ,των χωριών, των αγροτών διαποτισμένη από την τέχνη του λέγειν του συγγραφέα. Καταγράφεται το υποκείμενο. Ονοματεπώνυμο, γένος , πατρώνυμο, μητρώνυμο. ‘Ανθρωποι που εγγράφονται στην ιστορία του τόπου τους , της οικογένειας, κουβαλώντας «χρέη» απέναντι στον πατέρα που σκότωσαν , στα πρόσωπα που ατιμάστηκαν. Το «όνομα» εντοπίζει, γειώνει, αγκιστρώνει την ιστορία στον κοινωνικό δεσμό. Δεν είναι αποτύπωση αριθμών. Κάθε μοναδική ιστορία αρθρώνεται με τις άλλες συγκροτώντας κορμό. Ο Χατζημωυσιάδης δίνει φωνή όχι ως μαρτυρία αλλά όπως σήμερα συνηχούν οι δικές του εσωτερικές φωνές με τη φωνή των ανθρώπων που χάθηκαν. Λογοτεχνία που οικοδομεί και μετουσιώνει. Προχωρώντας τις ιστορίες των προσώπων προχωρά και η πορεία των αόπλων χρονολογικά και τοπικά. Πρωτότυπη γραφή που ξεδιπλώνει ατομικό και κοινωνικό στις εκατόν πενήντα έξι σελίδες του βιβλίου το οποίο γίνεται «σώμα», το πάσχον σώμα της Ελλάδας, πληγωμένο, κατακερματισμένο.
«Είδα τον πατέρα στον βυθό» του λέει.
«Εφιάλτης ήταν, πάει, πέρασε» της απαντάει.
«Θα ξανάρθει, πάντα ξανάρχεται».
«Θάμαστε όμως μακριά του».
«Πού;»
«Στην Ελεύθερη Ελλάδα».
«Κατά πού πέφτει αυτή η Ελλάδα;»
«Εκεί που παν κι οι άλλοι»
«Κι αν δεν πάνε σωστά;»
«Φτάνει που φεύγουμε από δω».
Ο Χατζημωυσιάδης δεν διστάζει να επισημάνει τον ρόλο της ηγεσίας, με χαρακτηριστικά που δεν συνάδουν με τον ανθρωπισμό. ‘Αγρια, αυταρχική, με ηθική επιβολής στη γυναίκα. Οι άοπλοι βρίσκονται στο σταυροδρόμι δύο πυρών. Εκείνων του Εθνικού Στρατού κι εκείνα της ηγεσίας του Δημοκρατικού Στρατού που προχωρά ασύνετα. ‘Όμως το υποκείμενο της ιστορίας, μέσα από κάθε πρόσωπο ,έχει τους δικούς του λόγους που έχουν οδηγήσει σε αυτή την επιλογή. Επιλογή που έχει θυσιαστήρια γεύση συντονιζόμενη με το συλλογικό φαντασιακό. Την θυσιαστήρια πλευρά αποδίδει το επαναλαμβανόμενο μοτίβο των σφαγιασμένων ζώων. Από την Αμαλίτσα, το σουβλισμένο αρνί της Λαμπρής, για το οποίο κλαίει το μικρό παιδί αλλά αναγκάζεται να φάει, στις θανατώσεις συντρόφων για λόγους ηθικής, κι από τα σφαχτά του πατέρα στο τσιγκέλι, μοίρα που θα έχει ο ίδιος, ύστατη πράξη απελευθέρωσης της κόρης από την κακοποίηση, έως τα σύννεφα που «κρέμονταν σα σφαχτάρια». ’Ανθρωπος και ζώο στην κοινή τους μοίρα, μιας θυσίας με θρησκευτική καταβολή που στοιχειώνει ασυνείδητα τη ζωή, ο άνθρωπος που γίνεται ζώο και κατασπαράσσει τον άλλο σε συνθήκες πολέμου αλλά και η ανθρώπινη πλευρά της ευαισθησίας, της ευθραυστότητας. Η φύση άγρια, κυριαρχεί στο «δύσβατο» τοπίο. Το «Πραγματικό» της Φύσης συναντιέται με το πραγματικό των ανθρώπινων σωμάτων και της σκοτεινής ιστορίας του Εμφυλίου. Το λευκό του χιονιού από το φωτεινό εξώφυλλο της έκδοσης έως τα βουνά , φωτίζει τα κίνητρα των ανθρώπων που είχαν τον δικό τους τρόπο να βιώνουν τα συμβάντα βρίσκοντας αντισταθμίσματα.
Πώς διαβάζουμε σήμερα αυτή την ιστορία; Πώς αντηχεί μέσα μας; Δύσκολη και συναρπαστική ανάγνωση, συνηχεί με βιώματα που μας ακολουθούν καθορίζοντας τις επαναλήψεις της ιστορίας, της προδοσίας , της θυσίας. Ο Χατζημωυσιάδης κάνει μια θεραπευτική κίνηση εντός του κοινωνικού δεσμού. Γράφει τα «άγραφα» της ιστορίας στη μνήμη των ανθρώπων που έφυγαν και αναμοχλεύει την δική μας. Η γραφή λειτουργεί ως αντίδοτο . Παίρνουμε απόσταση από την ηρωική όσο και θυσιαστήρια πορεία , αναρωτιόμαστε πώς μπορούμε να βγούμε από την επανάληψη πράττοντας για την ελευθερία με τρόπο που είναι από την πλευρά της ζωής , της δημιουργίας εκτός της κυριαρχίας της ενόρμησης του θανάτου.Με χρέος συμβολικό, όχι φαντασιακό που βαραίνει και θανατώνει τη ζωή.