«Πάντα ανοιχτά πάντα άγρυπνα
τα μάτια της ψυχής μου»
Το 1821 στα διακόσια χρόνια που πέρασαν συνδέθηκε με την οπτική και τα οράματα των ιδεολογικών ρευμάτων κάθε εποχής. Και η συνάντηση αυτή θα πρέπει να εκληφθεί ως ευλογία για όσους αξιώθηκαν του πνεύματος της ελευθερίας που ενέπνευσε η μεγάλη Επανάσταση των Ελλήνων.
Είναι αλήθεια ότι η υψηλή αναγνώριση και η αγάπη στα πρόσωπα των ηρώων, ο ψυχικός δεσμός του Έλληνα με το μεγάλο γεγονός που οδήγησε στη δημιουργία του ελεύθερου ελληνικού κράτους, συνετέλεσε καθοριστικά αλλά και εργαλειοποιήθηκε στο παρελθόν τόσο στη διαμόρφωση της ελληνικής εθνικής συνείδησης, όσο και στο αίτημα για κοινωνικοπολιτική αλλαγή.
Από την έναρξη του 20ού αιώνα οι ιστορικές αναγνώσεις για το 1821 στον χώρο της Αριστεράς συνδέθηκαν με το ζητούμενο της ιστοριογραφικής ανανέωσης. Οι νέες προσεγγίσεις τους δημιούργησαν μια νέα οπτική της Επανάστασης.
Οι Έλληνες μαρξιστές ιστορικοί, όπως ο Γεώργιος Σκληρός, ο Γιάννης Κορδάτος, πρόβαλλαν το κοινωνικό-ταξικό στοιχείο έναντι της εθνικής ιστορίας. Τους ακολούθησαν αργότερα εισάγοντας την οικονομική διάσταση ως προς τη συγκρότηση της αστικής τάξης, ο Σεραφείμ Μάξιμος στη δεκαετία του ’40 και στη συνέχεια ο Νίκος Σβορώνος με την τόσο σημαντική προσέγγισή του συνέβαλαν στην ανανέωση της ελληνικής ιστοριογραφίας. Η ανάδειξη της έννοιας του εθνολαϊκού στοιχείου από το Γιάννη Ζέβγο και το Γιώργη Λαμπρινό συμπλήρωσε την αριστερή οπτική για το ΄21 και τη νεότερη μεταπολεμική ελληνική ιστορία.
Σε όλη αυτή τη διαδρομή της ελληνικής αριστερής διανόησης συνυπήρξαν αντιθετικά τα δύο ρεύματα που διακρίνονται έως σήμερα σχετικά με τη διαπλοκή του εθνικού και του κοινωνικού ζητήματος. Στο πρώτο ρεύμα το κοινωνικό-ταξικό αποκλείει το εθνικό. Στο δεύτερο ρεύμα το εθνικό και κοινωνικό στοιχείο συνδέονται οργανικά και στην προσέγγιση της Επανάστασης υπερέχει η ενικοαπελευθερωτική διάσταση των κοινωνικών αγώνων. Έτσι οι πρώτοι σοσιαλιστές (Λυκούργος Καλέργης, Πλάτων Δρακούλης, Μαρίνος Αντύπας) με τον εθνισμό, ως βασικό στοιχείο στην σκέψη τους, θα συναντηθούν με αυτόν του Νίκο Σβορώνου, τον Νίκου Ψυρούκη, του Κωστή Μοσκώφ.
«25 του Μάρτη 1821 – 25 του Μάρτη 1943»
Το ΄21 είναι ζωντανό κατά τη γερμανική κατοχή και εμπνέει. Ο Βασίλης Ρώτας με το μπουλούκι του εμψυχώνει το λαό στο βουνό και στο κάμπο της Λάρισας και ανυψώνει το πατριωτικό του φρόνημα ανεβάζοντας το «Να ζει το Μεσολόγγι». Ο Γιάννης Ζεύγος έγραφε σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε στην Κομμουνιστική Επιθεώρηση τον Απρίλιο του 1943, «25 του Μάρτη 1821 – 25 του Μάρτη 1943: προς την ολοκλήρωση του εικοσιένα (…) Για μας τους κομμουνιστές, για κάθε συνειδητό αγωνιστή, τούτη η επέτειος έχει τρανή σημασία. Μας φανερώνει ανάγλυφες τις συγκλονιστικές δυνάμεις των λαϊκών μαζών που με την πάλη τους είνε ο δημιουργός της ιστορίας».
Η «Νέα Κλεφτουριά»,η «Νέα Φιλική Εταιρεία», η χρησιμοποίηση ονομάτων των αγωνιστών του 1821 ως ψευδώνυμα, η συμμετοχή κληρικών στο αντάρτικο όπως του παπα-Ανυπόμονου δίπλα στον Άρη και αντάρτικα τραγούδια που αναπαράγουν την κλέφτικη παράδοση, «ξαναζωντάνεψε τ’ αρματωλίκι», «αντάρτης, κλέφτης, παλληκάρι, πάντα είν’ ο ίδιος ο λαός».
Το ΕΑΜ θα γιορτάσει την 25η Μαρτίου με πατριωτικούς συμβολισμούς και τελετουργίες, με ηρώα και ανδριάντες να στεφανώνονται συχνά μέσα σε συνθήκες βίαιες και αιματηρές, με μαζικές κινητοποιήσεις ενάντια στην ξενική κατοχή.
Στο Εθνικό Συμβούλιο των Κορυσχάδων τον Μάιο του 1944, ως φόντο επιλέχθηκαν τα πορτρέτα αγωνιστών του ’21. Στο λόγο του στην ελεύθερη Λαμία τον Οκτώβριο 1944 ο Άρης Βελουχιώτης κάνει εκτεταμένες αναφορές στο ηρωικό παρελθόν της Επανάστασης του 1821. Το ΕΑΜ θα μπορούσε να κατηγορηθεί από τους εκπροσώπους της εθνοαποδομητικής σχολής ότι καταφεύγει σε ιδεολογική χρήση του παρελθόντος με την προβολή του ΕΑΜ ως συνεχιστή των παραδόσεων του 1821. Είναι αυτό που ενέπνευσε μέσω της σύνδεσης με τους επαναστατικούς εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες του ελληνικού λαού τα παλληκάρια του ΕΑΜ και έδωσε πνοή στην εθνική αντίσταση.
Η φοβέρα του Κολοκοτρώνη είναι επίκαιρη, «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους». «Το ΄21 ήταν οι Ιμπραΐμηδες στο Μωρηά και οι προσκυνημένοι Νενέκοι. Τώρα είναι οι Ούννοι και οι Βρεττάκοι-Ντερτιλήδες. Μα η ψυχή του Κολοκοτρώνη ζει όπως τότε και τα λόγια του πέρασαν στα χείλη των αγωνιστών του ’44», γράφει χαρακτηριστικά ο Ριζοσπάστης στις 20 Μαρτίου 1944.
Η «απομύθευση» του ΄21
Μετά την μεταπολίτευση, λόγω της απονομιμοποίησης της «αστικής» διανόησης εξαιτίας της ταύτισής της με τη δικτατορία, ηγεμόνευσε το άλλο ρεύμα της αριστεράς, έτσι η σκέψη του Γιάννη Κορδάτου και του Γεώργιου Σκληρού θα συναντήσει αυτή των νεότερων ιστορικών που ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου θα προσαρμοστούν στην παγκοσμιοποιητική ιδεολογία απέναντι στο έθνος. Στόχος τώρα, όχι η πρόταξη του κοινωνικού αλλά η αποδόμηση του «εθνικού μύθου». Το ρεύμα αυτό θα συναντήσει τη μετακένωση των ιδεοληψιών της δυτικής οπτικής των φιλελεύθερων διανοουμένων που κυρίως εστιάζεται στο φιλελεύθερο χαρακτήρα της επανάστασης. Έτσι, μήτρα της ελληνικής επανάστασης είναι η γαλλική και αμερικανική επανάσταση που προηγήθηκαν. Η ιδρυτική ημερομηνία και το κλειδί για την ίδρυση του ελληνικού κράτους θεωρείται η Ναυμαχία του Ναυαρίνου. Η ελληνική επανάσταση είναι το αποτέλεσμα της επιθυμίας των προστάτιδων Μεγάλων Δυνάμεων.
Χαρακτηριστικό το μήνυμα πρώην Υπουργού Παιδείας πριν λίγα χρόνια, όπου μεταξύ άλλων αναφέρει: «η ελληνική Επανάσταση υπήρξε τέκνο του Διαφωτισμού… Όπως και με το πρώτο Σύνταγμα της Αμερικής έτσι και τώρα με το πρώτο Σύνταγμα της Επαναστατημένης Ελλάδας ένας λαός ή ένα έθνος εγκαινιάζει την ύπαρξή του… Όλες οι επαναστάσεις όπως και η Ελληνική δημιούργησαν σε μεγάλο βαθμό τους λαούς που τις έκαναν». Εκουσίως ή ακουσίως, η αγνόηση των αγώνων και των θυσιών αποσκοπεί στην υποβάθμιση των δυνάμεων του λαού και του έθνους. Επιδίωξη της καλλιέργειας υποτελούς συνείδησης και της εμπέδωση του μύθου ότι το έθνος κι αυτό εδώ το κράτος δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς την εξάρτηση από ξένες ισχυρές δυνάμεις που, άλλωστε, το δημιούργησαν.
Αγνοούνται οι δεκάδες αποτυχημένες ελληνικές επαναστάσεις που καταπνίγηκαν στο αίμα. Η Φιλική Εταιρεία δεν έπαιξε κανέναν ρόλο; Ακόμη και η «προειδοποίηση εις τας Ευρωπαϊκάς Αυλάς», που εκδίδει η νεοσύστατη Μεσσηνιακή Σύγκλητος και απευθύνεται στους Ευρωπαίους, όπου αναφέρεται ότι: «…Να αναστήσωμεν το τεταλαιπωρημένον ελληνικόν γένος μας. Δικαίω τω λόγω η μήτηρ μας Ελλάς, εκ της οποίας και υμείς εφωτίσθητε,…”.
Ηγεμονεύουν οι φιλελεύθεροι αποδομητές του εθνικού αφηγήματος στο Πανεπιστήμιο και στα σαλόνια των μεγάλων εφημερίδων. Σε κάθε επέτειο πρωταγωνιστούν στην «κατεδάφιση» του εθνικού αφηγήματος καθώς υποβαθμίζονται, αποσιωπώνται ή ακόμη και στρεβλώνονται οι πηγές τα τοπόσημα, τα επαναστατικά γεγονότα. Θα χαρακτηρίζαμε ως ακραία και ιερόσυλη την απόπειρα αποδόμησης και των προσώπων των ηρώων, της σκίασης της προσωπικότητας των ίδιων των πρωταγωνιστών της Επανάστασης και την αγωνιώδη αναζήτηση των αδυναμιών καθενός απ’ αυτούς, έτσι ώστε να εμφανιστεί η Επανάσταση ως έργο ιδιοτελών τυχοδιωκτών που συμμετέχουν στον αγώνα με ιδιοτελή κίνητρα καθώς δεν έχουν εθνική συνείδηση και δεν είναι μέτοχοι του ιερού σκοπού, της διεκδίκησης της απελευθέρωσης του έθνους και της ανεξαρτησίας. Πώς άλλωστε να είχαν εθνική συνείδηση αφού αυτή είναι ύστερη κατασκευή και διαμορφώθηκε μέσω της εθνικής ιστοριογραφίας από τους μηχανισμούς εξουσίας μετά τη συγκρότηση του νέου ελληνικού κράτους.
Έτσι, καταγγέλλεται η ξεπερασμένη εθνοκεντρική ανάγνωση της ιστορίας ως υπεύθυνη για κάθε ιστορική ανακρίβεια καθώς «στρατεύεται» στη διαμόρφωση της εθνικής – κοινωνικής συνείδησης του νεοέλληνα. Μαζί με το «κρυφό σχολειό» ή το ξεκίνημα της Επανάστασης στην Αγία Λαύρα, την ημερομηνία της 25ης Μαρτίου ως ημέρα εορτασμού, αμφισβητούνται και η «αδιάσπαστη» πορεία του ελληνικού έθνους, ο ρόλος της εκκλησίας, η συνεχής εξεγερτική διαδιακασία εναντίον των κατακτητών. Ως και τα ανείπωτα δεινά της Τουρκοκρατίας, υποστηρίζουν, εντάσσονται εκ των υστέρων και εκ των άνω στη συλλογική μνήμη, καθώς η Εκκλησία σε πλήρη σύμπνοια με την Πολιτεία κατασκευάζουν τους μύθους και έτσι επιβάλλουν τη δική τους εκδοχή για το παρελθόν.
Αμφισβητούν το Νίκο Σβορώνο που ισχυρίζεται ότι «Από το τελευταίο λοιπόν τέταρτο του 11ου αιώνα ως το 1204 ο Βυζαντινός αρχίζει να συνδέεται με το ιστορικό του παρελθόν και ξαναβρίσκει σιγά σιγά τις λαϊκές ρίζες του πολιτισμού του. Αρχαία ελληνική κληρονομιά και χριστιανική πίστη (…) Η νέα αυτή ιδεολογία εκφράζει το ξύπνημα του εθνικού συναισθήματος στον Ελληνισμό, που έχει μείνει πλέον το μόνο στήριγμα του Βυζαντίου»[i]. Τον αμφισβητούν όταν αναφέρεται στην Εκκλησία: «Οι αξιόλογες προσπάθειες της Ορθόδοξης Εκκλησίας για την εκπαίδευση (…) Οι Νεομάρτυρες, συχνό φαινόμενο της εποχής, που δέχονται τον μαρτυρικό θάνατο για τη χριστιανική τους πίστη, είναι συγχρόνως και οι πρώτοι εθνικοί ήρωες του Νέου Ελληνισμού»[ii].
Τον αμφισβητούν στη θέση του, «Το ελληνικό έθνος γεννήθηκε στο τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, και στεριώθηκε μέσα από την αντίθεση και την αντίσταση ενάντια στην ξενική κατοχή, που ήταν δυτική για ορισμένες περιοχές και οθωμανική για το μεγαλύτερο μέρος της χώρας»[iii].
Αμφισβητούν την ιδρυτική διακήρυξη της Επανάστασης του 1821: «Το ελληνικόν έθνος κηρύττει σήμερον δια των νομίμων παραστατών του εις εθνικήν συνηγμένηνσυνέλευσιν, ενώπιον Θεού και ανθρώπων, την πολιτικήν αυτού ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν».
Το ΄21 με τα μάτια του λαού
Οι απόπειρες αυτές συναντούν την αντίσταση που βασίζεται στη ζώσα, για την ώρα, ιστορική μνήμη του λαού μας και τις πηγές, τα απομνημονεύματα, τις καταγεγραμμένες προφορικές μαρτυρίες που αναμένουν τον ακηδεμόνευτο μη ιδεοληπτικό ιστορικό.
Η αλήθεια όμως είναι ότι ο λαός μυθοποίησε τον Γέρο του Μοριά και τον Αθανάσιο Διάκο, γονατίζει στον τόπο θυσίας του Παπαφλέσσα και του Γρηγορίου Ε΄, ανατριχιάζει αναλογιζόμενος το Μεσολόγγι και τα Δερβενάκια και ο θρύλος τους συναντά τις Θερμοπύλες και τη Σαλαμίνα, όχι γιατί έχαψε το κατασκευασμένο, ρομαντικό «παραμύθι» που του σέρβιραν οι μηχανισμοί κάποιων εθνικιστών στην υπηρεσία του κράτους αλλά, γιατί αυτή είναι η ιστορία των παππούδων του. Γίνανε μύθος όπως θα έλεγε ο Μιρτσέα Ελιάντ γιατί «αφηγούνται ιερές ιστορίες που σηματοδοτούν στον κόσμο την ανθρώπινη ύπαρξη».
Και στην αμφισβήτηση των ανείπωτων δεινών της Τουρκοκρατίας αρκεί για απάντηση το παραπονιάρικο δημοτικό τραγούδι, γέννημα του λαού, στο παιδομάζωμα:
Ανάθεμά σε, βασιλιά, και τρις ανάθεμα σε,
με το κακό οπόκαμες, και το κακό που κάνεις.
Στέλνεις, δένεις τους γέροντας, τους πρώτους τους παπάδες
Να μάσης παιδομάζωμα, να κάμης γενιτσάρους.
Κλαιν΄ οι γοναίοι τα παιδιά, κ” οι αδελφές τ” αδέλφια,
Κλαίγω κ΄ εγώ και καίγομαι και όσο θα ζω θα κλαίγω.
Πέρσι πήραν τον γιόκα μου, φέτο τον αδελφό μου.
Αδιάψευστη ιστορική πηγή ο καημός του δημοτικού τραγουδιού στα 1769 στην Πάτρα, όπου μετά από σκληρή έφοδο κυριεύτηκε η πόλη και 3.000 κάτοικοί της, με πρώτο το Δεσπότη τους, σφάχτηκαν.
Τα παλικάρια του Μοριά κ’ οι έμορφες της Πάτρας
ποτές δεν καταδέχονταν πεζοί να περπατήσουν
και τώρα πώς κατάντησαν σκλάβοι στους Αρβανίτες!
Κλαίγουν οι μαύροι τη σκλαβιά, οπού είναι σκλαβωμένοι,
κλαίγουν και τον ξεχωρισμό, το πώς θα ξεχωρίσουν.
Ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει!
Αφήνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα,
χωρίζει κ’ έν’ αντρόγυνο μια μέρα ανταμωμένο.
Την αντρειοσύνη και την ψυχολογία του αγωνιστή εκφράζει στην απολογία του ο ήρωας της Γραβιάς: «τον περισσότερο καιρό της ζωής μου πού τον πέρασα; Τον επέρασα σκοτώνοντας Τούρκους. Τον επέρασα εις τα σπήλαια και εις τα βουνά, τα καρτέρια των δρόμων, οι λόγγοι και τα άγρια θηρία είναι μάρτυρες ότι δυσκόλως έφευγε Τούρκος από τα χέρια μου αν εζύγωνε καμιά πενηνταριά οργιές».
Την κοινωνικοπολιτική και φιλοσοφική ανατομία του εθνικού ξεσηκωμού με λόγια απλά, χωριάτικα, καλοζυγιασμένα, ενθουσιώδη, συγκινητικά, υπαγορεύει ο Γέρος του Μοριά, όπως επέβαλε η μεγάλη στιγμή και ο μεγάλος κίνδυνος, για να δώσει φτερά στους Έλληνες που είχαν σκορπίσει στις αετοράχες, από τις συμφορές του εμφυλίου πολέμου κι ύστερα από την εισβολή του Μπραΐμηδων, όταν προσκαλούσε τους συμπατριώτες του: «Να τρέξητε αφόβως, μ’ όλην την σπουδήν να ωφεληθώμεν από την πάσαν ευκαιρία για να τον κατατροπώσωμεν μιάν φοράν διά πάντα. Η σωτηρία ή η κάθυποδούλωσις της πατρίδος μας εξαρτάται εις ταύτην την στιγμήν από το χέρι μας. Διο σπεύσατε όσον τάχιστα, και ει δυνατόν, και αυταί αι γυναίκες και τα παιδία σας με τα ξύλα εις τα χέρια να σας ακολουθήσουν όπισθεν, δια να διδάξωμεν τον εχθρόν πώς πολεμούν οι Έλληνες, εν ώ ο πόλεμος των εκηρύχθη δια την ελευθερίαν και την πολιτικήν ανεξαρτησίαν».
«Το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθές» έλεγε ο Διονύσιος Σολωμός. Για να γίνει αυτό κατορθωτό, πρέπει η κοινωνία να το απαιτήσει. Και θα το απαιτήσει μόνο αν οι πολίτες γίνουν προσεκτικοί και δύσπιστοι απέναντι σε παλιές και νέες βεβαιότητες.
Το πνεύμα του τρέχοντος διεθνισμού των αγορών δεν είναι δυνατόν εκ των υστέρων να επιθυμεί να τακτοποιήσει τις ιστορικές εκκρεμότητες και να φωτίσει το μέλλον, αποδεχόμενο φυσικά από το παρελθόν μόνον ό,τι μπορεί να μπει στο δικό του καλούπι. Εν τέλει τα αληθή κίνητρα των διανοουμένων, που στανικά-εμμονικά αντί να φωτίσουν την πρώτη και μεγάλη επανάσταση του 19ου αιώνα, την μόνη που επέτυχε το στόχο της να απελευθερώσει ένα έθνος, προτάσσουν τη νέφωση, τη σκίαση σε τέτοιο βαθμό σαν να θέλουν να την υποβαθμίσουν.
Η ιστορική αλήθεια έχει αποτυπωθεί στη λόγια, τη δημώδη ποίηση και είναι μια βιωμένη λαϊκή παράδοση, μαρτυρημένη από πλήθος τεκμηρίων. Είναι δηλαδή μια αποφασισμένη λαϊκή πεποίθηση. Και σ’ αυτήν την πεποίθηση η επιστήμη της ιστορίας-αν δεν στοχεύει αλλού- δεν έχει τίποτα επιπλέον να προσθέσει.
Να υπερασπιστούμε την ιστορία μας!
[i] Νίκου Σβορώνου, Το ελληνικό έθνος – Γένεση και διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2004, προλεγόμενα Σπ. Ι. Ασδραχτά – φιλολογική επιμέλεια του Νάσου Βαγενά, σελ. 84
[ii]όπ. π. σελ. 69.
[iii]Νίκου Σβορώνου, Ανάλεκτα νεοελληνικής ιστορίας και ιστοριογραφίας, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1999,
σελ. 277.
Βιογραφικό
Ο Γιώργος Τασιόπουλος γεννήθηκε στη Μεσσηνία και ζει στην Αθήνα όπου εργάζεται ως δάσκαλος.
Σπούδασε Παιδαγωγικά και Θεολογία στο ΕΚΠΑ και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην Ορθόδοξη Θεολογία στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο.
Αρθρογραφεί σε περιοδικά Άρδην, Τετράδια, Νέο Λόγιο Ερμή, Χριστιανική, Ρήξη και είναι συγγραφέας του βιβλίου «Η Διδασκαλία των θρησκευτικών στην Ύστερη Νεωτερικότητα, Παιδαγωγική, Διαπολιτισμική και Θεολογική προσέγγιση», Πρόλογος Στ. Γιαγκάζογλου, εκδ. Γόρδιος 2010