Ήταν στο τέλος της δεκαετίας του ’80 που πρωτοδιάβασα ποιήματα του Θανάση Κωσταβάρα από τη συλλογή του: Ο μουγκός τραγουδιστής και συνοπτικός οδηγός ’63-’71, (1982), εκδόσεις Θεμέλιο. Πρόκειται για ένα τόμο που περιέχει τα ποιήματα της περιόδου 1971-1982 και την επιλογή ποιημάτων που κάνει ο ίδιος ο ποιητής από τέσσερις προηγούμενες συλλογές του: από το «Γυρισμό» (1963), την «Κατάθεση» (1965), τα «Συμπληρώματα» (1969) και τα «Δώδεκα Ερωτικά» (1971).
Ποιήματα λιτά και απέριττα, χωρίς καθόλου εκφραστικά στολίδια, με μια έντονη εξομολογητική τάση. Αμέσως ο αναγνώστης αισθάνεται το βιωμένο δράμα τους, την απελπισία τους και το αδιέξοδο στο οποίο καταλήγουν. Σταθερή φωνή που επίμονα στρέφεται γύρω από την ίδια θεματολογία: τον θάνατο, τον εγκλεισμό, την απομόνωση, τον φόβο, τον πόνο, τη σιωπή, την ήττα, τους ήρωες, τους νεκρούς κ.ά., τη θεματολογία δηλαδή πολλών ποιητών της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, στην οποία άλλωστε ανήκει ο Κωσταβάρας και στην οποία κατέχει εξέχουσα θέση. Όλο το έργο του δονείται από τη λαχτάρα ενός οράματος, όχι μόνο της Αριστεράς, αλλά του ανθρώπου γενικότερα. Ενός ανθρωπιστικού οράματος που ευθύς αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο σπαραγμό διαψεύστηκε, όπως φαίνεται και στο έργο ποιητών όχι μόνο της Αριστεράς.
Ο Θανάσης Κωσταβάρας γεννήθηκε το 1927 στην Ανακασιά του Βόλου. Πολέμησε στις τάξεις του ΕΛΑΣ εναντίον των Γερμανών και τραυματίστηκε το 1944. Άρχισε σπουδές στην Οδοντοϊατρική του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1946, αλλά αναγκάστηκε να τις διακόψει, γιατί εξορίστηκε στην Μακρόνησο. Συνέχισε τις σπουδές του το 1952-1954. Εργάστηκε ως οδοντίατρος. Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε το 1953 με την ποιητική συλλογή «Πρελούντια». Ακολούθησαν μέχρι τις 19 Οκτωβρίου 2007, που ο ποιητής έφυγε από τη ζωή, άλλες 17 ποιητικές συλλογές. Έγραψε ακόμη έργα πεζά και θεατρικά.
Η ποίησή του, ενθουσιαστική στις πρώτες συλλογές του, με τη συλλογή όμως «Γυρισμός» (1963) μεταστράφηκε, μέσα στο γενικότερο κλίμα του επανελέγχου της ιστορίας, σε ελεγειακή και θεωρήθηκε ότι ανήκει στην «ποίηση της ήττας», όπως και η ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη, του Τάσου Λειβαδίτη, του Τίτου Πατρίκιου κ.ά. Εισηγητής του όρου «ποίηση της ήττας» είναι ο Βύρων Λεοντάρης με το άρθρο του στην «Επιθεώρηση Τέχνης» (1963): «Η ποίηση της ήττας» που δεν ήθελε όμως μ’ αυτό τον όρο να δηλώσει την αποτυχία του πολιτικού και κοινωνικού οράματος της Αριστεράς, αλλά παίρνοντας μόνο την αφορμή από αυτό, να τονίσει την αίσθηση ότι ο μεταπολεμικός άνθρωπος «βγαίνει καθημαγμένος από μια ήττα, που δεν σημαδεύει ανεξίτηλα μονάχα τον ελληνικό χώρο, αλλά είναι, γενικότερα, ήττα της ανθρωπότητας, του πολιτισμού» (Βύρων Λεοντάρης, Η ποίηση της ήττας, Εκδ. Έρασμος, 1983, σ. 67).
Με παρόμοιο τρόπο αντιλαμβάνεται και ο Κωσταβάρας τα πράγματα, όχι ως κοινωνικοπολιτική ήττα, ούτε ως ήττα της ηγεσίας του κινήματος, όπως συμβαίνει με τον Μανόλη Αναγνωστάκη, ούτε ότι λόγω της ήττας δεν επικράτησε ο κοινωνικός πολιτισμός, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με τον Τίτο Πατρίκιο. Ο Κωσταβάρας αντιλαμβάνεται την «ήττα», μέσα στο πλαίσιο της δικής του «ποιητικής και πολιτικής ηθικής» – που περιλαμβάνει ως συστατικά της στοιχεία την αλληλεγγύη, την αγάπη και τη θυσία – ως ήττα της ίδιας της ζωής. Χωρίς αυτά τα στοιχεία ο πολιτισμός του ανθρώπου, πιστεύει, χρεοκοπεί και η ζωή μετατρέπεται σε κόλαση.
Αυτά τα ελάχιστα ως στοιχεία γενικού πλαισίου για τον Κωσταβάρα και την ποίησή του. Στα παρακάτω θα ήθελα να επικεντρώσω αυτό το σημείωμα στην οπτική γωνία του κωσταβαρικού ποιητικού υποκειμένου που βιώνει το δράμα του από τη σκοπιά του ανώνυμου αριστερού αγωνιστή. Παίρνω αφορμή από δυο τρία ποιήματα της εν λόγω συλλογής του, τα οποία αναφέρονται ακριβώς σ’ αυτό το θέμα.
Αυτοί λοιπόν οι αγωνιστές, οι ήρωες της ποίησής του, δεν είναι επώνυμοι, όπως κι άλλοι έχουν επισημάνει, δεν πήραν μια θέση στην ιστορία του ξεσηκωμού εκείνης της εποχής. Δεν είναι π.χ., όπως θα ήταν άλλωστε δικαιολογημένο, ο Νίκος Μπελογιάννης ή ο Ναπολέων Σουκατζίδης, ήρωες που τους τιμά η Αριστερά και όχι μόνο.
Δεν ήταν ο Νίκος Μπελογιάννης που τον σκέφτονται όλοι αυτός.
Δεν ήταν ο μεγάλος, πράγματι, Ναπολέων
(όχι ο αυτοκράτορας· ο δικός μας· που δεν καταδέχτηκε να ξεκόψει απ’ τους άλλους
όταν τους πήραν στο Χαϊδάρι, διακόσιους
εκείνη την πρώτη του Μάη, τα χαράματα).
Οι παραπάνω στίχοι ανήκουν στο ποίημα: «Κι ένας επίλογος σχεδιασμένος από καιρό σαν μνημόσυνο», ένα από τα καλύτερα, απ’ όσο μπορώ να κρίνω, ποιήματα, όχι μόνο της συλλογής του: Ο μουγγός τραγουδιστής, αλλά όλου του νεοελληνικού λόγου. Σ’ αυτό το ποίημα ο Κωσταβάρας αναφέρεται σ’ έναν άγνωστο ήρωα, εικοσάχρονο επονίτη καταδικασμένο σε θάνατο, τον Τάκη Τσούτη, που το όνομά του και το προσωπικό του δράμα ήξερε μόνον ο ποιητής. Δεν ήταν αυτός σαν τους άλλους τους επώνυμους ήρωες που καταγράφτηκαν στην ιστορία.:
Αυτός ήταν μικρός και δειλός.
Φοβόταν σαν άνθρωπος.
Τώρα βρίσκεται χαμένος στα βάθη των σκοτεινών αιώνων
και τίποτα
δεν θα μπορέσει να τον βγάλει από κει.
Καμιά Ιστορία δεν αναφέρεται στ’ όνομά του.
Καμιά αράδα δεν έχει ως τώρα ασχοληθεί
με τη δική του περίπτωση.
Με τη δική του μοίρα, το δικό του θάνατο
με το δικό του θρίαμβο επιτέλους που, αυτός, ένας μικρός και δειλός
πέρασε λουσμένος στον ίδρωτα την απέραντη έκταση του φόβου
και τράβηξε πιστός στις αρχές του για κει που τον είχε τάξει ο όρκος του.
Δεν πρόδωσε καμιά από τις αρχές του, είναι βέβαιο.
Όμως δεν ξέρουμε τίποτα για το πώς πέρασε τις τελευταίες του ώρες αυτός ο άνθρωπος
(…) τι να σκεφτόταν άραγε την τελευταία νύχτα
κλεισμένος ολομόναχος. Περιμένοντας το μαύρο ξημέρωμα.
Το ποίημα αποτελεί πράγματι ένα μνημόσυνο στον ανώνυμο αγωνιστή της αριστερής, και όχι μόνο, ιδεολογίας. Ένα μνημόσυνο όχι διανοητικό ή επιβεβλημένο σαν κατάθεση στεφάνου στον άγνωστο στρατιώτη, αλλά βιωματικό, άκρως συναισθηματικό , με βαθιά ενσυναίσθηση. Στο ποίημα: «Αναφορά και έκθεση πεπραγμένων» της ίδιας συλλογής γίνεται λόγος σ’ αυτή την κατηγορία των ηρώων, τους ταπεινούς και αδύνατους, τους πονεμένους και μοναχικούς, τους εξορισμένους «σε μακρινά νησιά, μια χούφτα κόκαλα πάνω στα βράχια». Έχοντας κι ο ίδιος ο ποιητής νιώσει τα βάσανα της δικής του εξορίας και την απομόνωση στην καθημερινή του ζωή, καθώς δεν είναι ταγμένος σε κάποιο κομματικό σχηματισμό, ταυτίζεται μ’ αυτούς τους ταπεινούς και πονεμένους, νιώθει τη μοίρα τους δική του μοίρα. Γράφει:
Για όλα αυτά λοιπόν θα ‘θελα να μιλήσω.
Ν’ ακουμπήσω ένα φύλλο δάφνης έστω κάπου για τους αμνημόνευτους.
(…)
Αυτή τη μοίρα θέλησα να κλείσω στη δική μου φωνή.
(…)
Κλεισμένος με τη δική μου θέληση στη σιωπή.
Πέρασα χρόνια και χρόνια μακριά απ’ τους άλλους.
Μακριά λοιπόν από τους άλλους ο «μουγκός τραγουδιστής» γράφει τα ποιήματά του. Μα ποιους άλλους εννοεί? Το ζήτημα μάλλον το ξεκαθαρίζει στο πρώτο μέρος του ποιήματος:
Θα ‘θελα τώρα…να μιλήσω…για τους ήρωες του δράματος.
Όχι όμως τώρα εκείνους που «ξέρουν»
Ούτε τους άλλους που έζησαν τον κατακλυσμό.
Αυτοί γλίτωσαν, βγήκαν κάποτε πολλοί μαζί σε μια ξέρα
έστησαν σιγά σιγά τα σπίτια τους, χτίσαν τις εκκλησιές τους
βάλαν μπροστά τις δουλειές τους, βρήκαν με δυο λόγια τον τρόπο τους.
Τώρα, κοσμούν με τις φωτογραφίες τους τα εξώφυλλα
παίρνουν μέρος στις τελετές, είναι στις παρελάσεις τα τιμώμενα πρόσωπα
μιλούν συχνά για κείνο το ναυάγιο, δακρύζουν
ύστερα αφήνονται να τους σηκώσουν οι άλλοι στα χέρια….
Εγώ θα ‘θελα να μιλήσω για κείνους που χάθηκαν.
Για κείνους που τη φωνή τους την πήρε το μαύρο κύμα.
Γιατί η βάρκα ήταν μικρή στο ναυάγιο
κι οι ναυαγοί πολύ περισσότεροι.
Και μόνο οι δυνατοί και επιτήδειοι σκαρφάλωσαν.
Άρα, μάλλον υπονοεί κάποιους ομοϊδεάτες του και συναγωνιστές του. Έζησαν μαζί το ίδιο όραμα, τις ίδιες αγωνίες. Βρέθηκαν μαζί στο ίδιο καράβι που βούλιαξε στον κατακλυσμό, όταν το αριστερό εγχείρημα απέτυχε. Μόνο που τελικά αυτοί… «γλίτωσαν».
Θεωρώ ότι το ποίημα σ’ αυτό το σημείο διαλέγεται με το ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη: «Το ναυάγιο». Εκεί διαβάζουμε:
Θα μείνω κι εγώ μαζί σας μες στη βάρκα
Ύστερα απ’ το φρικτό ναυάγιο και το χαμό
Το πλοίο βουλιάζει τώρα μακριά
(Πού πήγαν οι άλλες βάρκες; Ποιοι γλιτώσαν;)
Εμείς θα βρούμε κάποτε μια ξέρα
Ένα νησί ερημικό όπως στα βιβλία
Εκεί θα χτίσουμε τα σπίτια μας
Γύρω γύρω απ’ τη μεγάλη πλατεία
Και στη μέση μια εκκλησιά….
(Υπογραμμίζω τους κοινούς τόπους).
Στο ποίημα αυτό ο Αναγνωστάκης μάλλον αναφέρεται καταρχάς στο «ναυάγιο» της κομματικής ηγεσίας και του αριστερού εγχειρήματος, κι ύστερα στις προθέσεις των ναυαγών να ομαλοποιήσουν τη ζωή τους και να ενταχθούν στα κοινωνικά δεδομένα, πράγμα που πολλοί κατάφεραν. Ο Κωσταβάρας στο δικό του ποίημα γι’ αυτή την «κοινωνικοποίηση» των ναυαγών, ομοτέχνων του κυρίως, εκφράζει την αντίρρησή του και το πικρό του παράπονο, γιατί με την ένταξή τους αυτή κέρδισαν ως ποιητές αναγνώριση, δέχτηκαν τιμές και εμπέδωσαν την κοινωνική τους παρουσία όχι πάντοτε με έντιμο τρόπο (…άλλοι σπρωγμένοι απ’ τους συντρόφους/άλλοι με χέρια πελεκημένα…και με δόντια λειψά/ κι άλλοι που τους τράβηξε η θάλασσα κάτω). Ο πόνος και το όραμα, πιστεύει, δεν μπορεί να εξαγοραστεί με «δόξα. Δε γίνεται τσίρκο και αγορά». Δεν θέλει στην ποίησή του να μιλήσει λοιπόν γι’ αυτούς τους επώνυμους, αλλά μόνο για τους ανώνυμους αγωνιστές. «…Όσοι πόνεσαν, όσοι γονάτισαν πηγαίνοντας στα σκοτάδια» είναι οι ήρωές του, για τους οποίους θέλει με την ποίησή του να αποτίσει φόρο τιμής, ν’ ακουμπήσει «ένα φύλο δάφνης».
Μ’ αυτούς τους ανώνυμους και μοναχικούς ήρωες ταυτίζεται ο ποιητής ζώντας «με τη δική μου θέληση στη σιωπή». Όχι με τους «άλλους». Και διαρκώς εκφράζει το παράπονό του για το αδικαίωτο δράμα της μοναξιάς των ηρώων του και για την αδικαίωτη φωνή του.
Ένα απόγευμα του Οκτώβρη του 2006 πήρα το δρόμο για το οδοντοϊατρείο του (Νικηταρά 8). Μιλήσαμε. Μοναχικός και περήφανος. Μου έδωσε τα βιβλία του και όσες κριτικές για το έργο του, από εφημερίδες και περιοδικά, είχε στο γραφείο του. (Στα χέρια μου βρίσκεται ένα αξιόλογο αρχείο για το έργο του. Στη διάθεση του καθενός). Φεύγοντας με συνόδευσε με το βλέμμα του που μου θύμισε τους στίχους του:
Είδα τον Κατσαντώνη ψες το βράδυ να χορεύει τσάμικο.
Κοντή σημαία κρατώντας στα σπασμένα χέρια του
Κοντά κοφτά πηδώντας πάνω στα λιθάρια.
Με τα σφυρά λιωμένα και τα γόνατα.